Paris-Brest-Paris 2011
(ή πώς ένα συνονθύλευμα σωστών αποφάσεων με έφεραν στον τερματισμό)
ΠΡΙΝ
Όταν έκλεισα εισιτήρια και δωμάτιο δεν ήξερα πως η φετινή χρονιά θα με πάει από brevet σε brevet. Με μόνη σοβαρή προπόνηση από τις 7 Ιουλίου και μετά, είπα «ας φτάσω στη Βρέστη και βλέπουμε». Τελικά είδαμε! Ο στόχος ήταν 83.30 με όριο τις 84 ώρες για εμένα, καθώς ήθελα την πρωινή εκκίνηση.
Η ΓΑΛΛΙΑ
Η ελληνική ομάδα με γνώση, όρεξη και στόχους έφτασε στη Γαλλία. Βόλτα για τους περισσότερους στον Πύργο του Άιφελ, συζητήσεις για τις ώρες, τον εξοπλισμό, άγχος, αγωνία. Οι περισσότεροι έχουν την εκκίνηση τους το απόγευμα της Κυριακής και τρεις ξεκινούμε Δευτέρα χαράματα.
(στην παρένθεση είναι η ώρα που κλείνει το κοντρόλ, ΟΧΙ η ώρα που σφράγισα. Η ώρα σφραγίσματος θα φαίνεται με χοντρά γράμματα)
St. QUENTINE EN YVELINES (0) – MORTAGNE-AU-PERCHE (140) (σημείο φαγητού, όχι κοντρόλ)
Λίγο πριν από την εκκίνηση
Ξεκινούμε οι 3 Έλληνες μαζί, εγώ Σπύρος και Λάζαρος. Με τον Σπύρο χανόμαστε διότι είχε κάποιο πρόβλημα με την τσάντα του και με τον Λάζαρο συνεχίζουμε παρέα. Γρήγορος ρυθμός, πάμε με το πρώτο γκρουπ. Ήθελα να καλύψω πολλά χιλιόμετρα την πρώτη μέρα καθώς ήξερα πως λόγω της απροπονησιάς θα πέσει κάθετα η απόδοσή μου τις επόμενες ημέρες. Η υπνοθεραπεία είχε δουλέψει και οι μόνο 4 ώρες ύπνου την προηγούμενη δεν μου δημιούργησαν πρόβλημα.
Κατά τις 07.00, 2 ώρες μετά από την εκκίνηση ξεκινά η βροχή που θα έχουμε συντροφιά ως το βράδυ. Τα γκρουπ σπάνε και μένω με τον Λάζαρο. Καμιά φορά μας περνούν γκρουπ με 30-40 άτομα, αλλά ξέρουμε πως είναι χιλιάδες πίσω! Χωρίς απρόοπτα φτάνουμε στο σημείο φαγητού μετά από 5 ώρες και κάτι, βάζουμε νερό αγοράζουμε κρουασάν και φύγαμε.
MORTAGNE-AU-PERCHE (140) – VILLAINES-LA-JUHEL (221) – 18:17
Φεύγοντας από το Mortagne στη δεύτερη κατηφόρα χάνομαι με τον Λάζαρο. Εδώ αρχίζει ο μοναχικός δρόμος της ημέρας. Είχα ήδη βάλει αδιάβροχο, αλλά όχι μακριά γάντια, διότι κρατούν υγρασία. Μπήκαν τα ακουστικά στα αυτιά και πάμε.
Παρόλο τον πολύ κόσμο πολλές στιγμές βρισκόμουν μόνος. Χωρίς να γίνει κάτι σημαντικό φτάνω στο 221 στις 13.45. Εκεί έφαγα κρουασάν, μηλόπιτα, ήπια ρεκάβερυ και φεύγω. Το μεγάλο διάλειμμα θα ήταν στο επόμενο.
Όμως πριν φύγω έκανα την πατέντα του Έλληνα. Από τις δυο αλουμινοκουβέρτες που είχα άρχισα να κόβω τη μια. Κι έφτιαξα: Ανεμοθώρακα, μπήκε μέσα από τις μπλούζες και το αδιάβροχο, αλλά και καλύμματα γονάτων που μπήκαν μέσα από το κολάν ¾. Όχι μόνο είναι αδιάβροχη και αντιανεμική, αλλά επιστρέφει τη θερμότητα του σώματος κι έτσι ζεσταίνομαι καλύτερα.
VILLAINES-LA-JUHEL (221) – FOUGERES (310) – 23:51
Ως τώρα η διαδρομή δεν φαίνεται πολύ δύσκολη. Όμως η βροχή μας τα λέει αλλιώς. Θερμοκρασίες 10-13 βαθμούς και νερά παντού. Το επόμενο ήταν το γεύμα και ήλπιζα να βρω κάποιο καλό φαγητό. Η διαδρομή είχε αρκετή μοναξιά, που δεν με ενοχλεί και στιγμές πολύ έντονης βροχής. Κατάφερα και δεν κρύωνα και ήμουν πολύ ευτυχισμένος με αυτό!
Όμως τα λοφάκια γίνονταν πιο έντονα, τα σύννεφα ερχόντουσαν πιο χαμηλά. Από τις κεραίες έβλεπα τις κορφές, αλλά όχι το σώμα!
Και θυμήθηκα το τραγούδι: “Sent la pluie comme un été anglais, comme les notes d'une chanson lointaine...” Θυμάστε από ποιο είναι;;;;
Τελικά στις 17:45 σφράγισα, έφαγα τα μακαρόνια (χάλια ήταν) και πατάτες τηγανητές και κόλα.
FOUGERES (310) – ΤΙΝΤΕΝΙΑC (364) – (03.14)
Όντας έτοιμος να φύγω, με το που πάω να βγω από την πόρτα του εστιατορίου, η βροχή έχει γίνει σούπερ καταιγίδα… Όχι τουλούμια… Τουλούμπες έριχνε! Όμως ο βρεγμένος μπρεβετάς τη βροχή δεν τη φοβάται. Έτσι ξεκίνησα. Το κάλο είναι πως όλα τα κοντρόλ αυτής της βροχερής μέρας ξεκινούσαν με ανηφόρα, οπότε ζεσταινόμουν γρήγορα!
Σε αυτή τη διαδρομή έκανα πολλά χιλιόμετρα με έναν Γάλλο, με ένα ποδήλατο του 2007 αλλά σε κλασσικό στυλ, με παλαιού τύπου τσάντες, σχάρες κλπ. Πολύ όμορφη παρέα με 2 PBP στην πλάτη, ένα το ’75 κι ένα το ΄07.
Για κάποιο λόγο το Tinteniac το έχω διαγράψει από το μυαλό μου και δεν θυμάμαι πως είναι. Θυμάμαι όμως πως είχε κι εύκολα σημεία, κι όχι πολύ έντονους λόφους. Τέλος πάντων σφράγισα στις 20:15 και ήπια ρεκάβερυ.
ΤΙΝΤΕΝΙΑC (364) – LOUDEAC (449) – (08.32)
Τα δύσκολα αρχίζουν! Έχει νυχτώσει, με το που πάω να φύγω έγινε ακριβώς το ίδιο με πριν…. Τουλουμπάκια έριχνε, αλλά πάλι δεν κωλώνω. Το Loudeac είναι το αποκούμπι, το πρώτο σημείο που μπορώ να κοιμηθώ. Ξεκινώ με κέφι και μετά από 30 χλμ περίπου υπάρχει μυστικό κοντρόλ. Σφραγίζω και τρώω μια σούπα για να ζεσταθεί το κοκαλάκι. Στα χωριά υπήρχαν οικογένειες που μοίραζαν καφέ κρουασάν και διάφορα καλούδια και συχνά σταματούσα για γαλλικό μονορούφι. Στις άκρες του δρόμου κοιμόντουσαν ποδηλάτες. Ειδικά κάποιοι Βόρειοι κοιμόντουσαν στη βροχή, νύχτα, στο γρασίδι χωρίς αδιάβροχο, με κοντομάνικο, χωρίς καν αλουμινοκουβέρτα.
Τελικά γκρουπάρομαι με κάτι Αυστραλούς (επιτέλους γκρουπ) και πάμε μαζί σχεδόν ως το Loudeac. Εκεί σφράγισα στη 1.05 και δεν νύσταζα, όμως σκέφτηκα, ας κοιμηθώ μισή ώρα πριν ξεκινήσω για το επόμενο. Τρώω λοιπόν και μετά βάζω το ξυπνητήρι στη μισή ώρα.
Πριν περάσει το μισάωρο ξυπνώ με αφόρητο πόνο στην κοιλιά (αργότερα έμαθα πως οι σούπες είχαν θεματάκι). Τόσο πολύ πονούσα που δεν είχα κουράγιο να πω σε έναν εθελοντή να μου φέρει μια σακούλα για να κάνω εμετό! Αφού δεν μπορούσα να μιλήσω σηκώνομαι για να πάω έξω να κάνω τον εμετάκο μου…
Κενό… Ξαφνικά ξυπνώ στο πάτωμα του εστιατορίου… «Πω…», σκέφτομαι, «μάλλον λιποθύμησα, ευτυχώς δεν με πήρε κανείς χαμπάρι να με τρέχουν σε γιατρό. Στο 1000άρι ξερνοβόλαγα, ε, δεν έγινε και τίποτα». Αποφάσισα όμως να πάω να κοιμηθώ ένα τρίωρο σε κρεβάτι για να ξεκουραστώ και να μην το ρισκάρω. Σκοπός ήταν να έχω φύγει μια ώρα πριν κλείσει το κοντρόλ και να φτιάξω διαφορά ασφαλείας ως τη Βρέστη.
Την ώρα που κλείνω το κρεβάτι βλέπω τον Λάζαρο. Έχει πάει 3.20 και ήρθε να κοιμηθεί. Λέμε να ξυπνήσουμε να φάμε μαζί και βλέπουμε. Τους λέμε να μας ξυπνήσουν 6.45 για να φύγουμε 7.30. Πολύ κρύο το μέρος με τα κρεβάτια έμπαζε αέρα και υγρασία. Ανήσυχος ύπνος και φύγαμε στις 08.00. Εγώ έβαλα νέα κομμάτια για ανεμοθώρακα και μέσα από το κολάν.
LOUDEAC (449) – CARHAIX (525) - (13.39)
Αυτό το κομμάτι μου φάνηκε εύκολο, Μικρά αλλά απότομα ανηφοράκια και μέρη που είχε περάσει αν δεν απατώμαι και το Tour φέτος. Τα ανηφοράκια τελείωναν γρήγορα και στις κατηφόρες κάναμε αεροδυναμική στάση. Έτσι δεν χανόμασταν, όπως χαθήκαμε την πρώτη μέρα! Πηδάμε τον Αϊ-Νικόλα που είχε φαγητό, αλλά όχι κοντρόλ και συνεχίζουμε για Carhaix ολοταχώς. Στον δρόμο είδαμε πολλούς Έλληνες: Βολιώτη, Μυστριώτη, Πλέγα, Κασταμούλα, Δεληγιώργη, Τασιόπουλο, Αποστόλη, Μιχάλη, Κωνσταντίνου. Στο 525 πήραμε σφραγίδα στις 12.00 κι επειδή ο Λάζαρος δεν είχε φάει καλό πρωινό κάτσαμε για μάσα (ευτυχώς θα πω αργότερα).
Πετυχαίνουμε εκεί τους Συμνιώτη, Καλεβέα και Κυριακού, τρώμε είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Ο Καλεβέας μας ενημερώνει πως το κομμάτι μέχρι τη Βρέστη είναι φλατ (πού το είδε;) και την κανά!
Ελληνικό μίτινγκ
Εδώ ανακαλύπτω πως το κοντέρ που είχε κολλήσει από την πρώτη μέρα με τη βροχή ξεκόλλησε κι επιτέλους μπορώ να υπολογίζω τις ώρες καλύτερα. Ως τώρα μόνο ώρα έβλεπα και υπολόγιζα μπακαλίστικα μέση 20χαω. (π.χ. έλεγα για 54 χλμ να κάνω κάτω από 2.45)
CARHAIX (525) – BREST (618) – (19:51)
Εδώ ήταν η μεγαλύτερη ανάβαση μια κεραία στα 400 περίπου μέτρα που τα ανεβαίναμε με βασανιστικά μικρή κλίση, οπότε ήταν κανά 15άρι χιλιόμετρα. Είχαμε και αέρα κόντρα και Βρέστη ακούγαμε αλλά Βρέστη δεν βλέπαμε. Αποφασίσαμε να σταματάμε σε κάθε οικογένεια που βγάζει καφέ μπισκότα κλπ. Μέχρι τώρα ήταν το πιο δύσκολο ετάπ… Ατελείωτο… Κόντρα αέρα στην κατηφόρα, κάναμε πετάλι. Βλέπουμε τον Σπύρο απέναντι.
Φτάσαμε στη γέφυρα της Βρέστης και κάναμε καμιά 10αριά ακόμη χιλιόμετρα σε μια πόλη που ο Ασπρόπυργος φαίνεται όμορφος μπροστά της.
Η γέφυρα, αλλά δεν φτάσαμε ακόμα
Τελικά, το κέρατό μου, φτάσαμε στις 17.18. Το εστιατόριο είχε κλείσει… Τραγικό.
Πού να πάνε οι Randonneurs με αυτά;
Ήταν όλα τα κοντρόλ, εκτός από 2 με σκατά φαγητό. Μόνο ένα είχε πατάτες τηγανητές, τα φαγητά ανάλατα, τα μακαρόνια, μόνο «νυχάκι», απαράδεκτα. Και τώρα είχε μόνο σάντουιτς με ζαμπόν. (Τυρί δεν υπήρχε στα σάντουιτς!). Λέω στον Λάζαρο 18.15 πρέπει να φύγουμε, μπας και καταφέρουμε να κάνουμε κανάν ύπνο της προκοπής το βράδυ.
Δυστυχώς δεν προλάβαμε να ξεκουραστούμε καθώς λίγο να αλλάξουμε κολάν, λίγο να τσιμπήσουμε, λίγο να φτιάξουμε τα ζουμιά, πήγε 18.20. Του λέω «πάμε, πάμε» και φεύγουμε.
Έλα μωρέ… Ένα 600ράκι έμεινε!
BREST (618) – CARHAIX (703) – (01.31)
Αυτό μάλιστα. Ήταν εύκολο κομμάτι. Μας γύριζαν στο Carhaix από άλλο, πιο εύκολο δρόμο. Ούτε καταλάβαμε πώς φτάσαμε στην κεραία. Είχαμε και τον θεό Αίολο μαζί μας τώρα… Μόνο ψάχναμε ενεργειακό ποτό. Μόλις το βρήκαμε βγάλαμε τα φτερά μας και στο επόμενο κοντρόλ φτάσαμε εύκολα στις 22.45.
Κι αφού η Βρέστη δεν είχε φαγητό, ξαναφάγαμε εδώ. Και μόλις ζήτησα πατάτες τηγανητές μου είπαν πως «δεν είναι φαγητό για ποδηλασία». Σιγά ρε, θα μας πείτε και τι θα τρώμε! Τελικά βολεύτηκα με πουρέ και τριμμένο τυρί, αλλά απογοητεύτηκα πολύ από τα φαγητά τους.
Ξέροντας πως είμαστε περίπου οριακά, φύγαμε γρήγορα.
CARHAIX (703) – LOUDEAC (782) – (07.00)
Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Είπαμε θα πίνουμε καφέ σε όλα τα σημεία που κερνάνε.
Ακούραστοι οι ντόπιοι
Και θα μιλάμε. Και μιλάγαμε… Είπαμε όλη τη ζωή μας… Είχε και 12 βαθμούς… Κάναμε φασαρία και μαζεύονταν και άλλοι ποδηλάτες δίπλα μας για να τους κρατάμε ξύπνιους με το λόγια μας. Το κομμάτι αυτό είχε πολλές ανηφόρες που μας κρατούσαν ξύπνιους, αλλά μας έκαναν την ποδηλατική ζωή δύσκολη.
Από τη Βρέστη μέχρι το Loudeac δεν είδαμε κανέναν officiel, κανέναν να φυλάει τις επικίνδυνες διασταυρώσεις, είχαμε γίνει τα αποπαίδια του P-B-P. Εντός χρόνου αλλά στα παπάρια τους. Κάναμε μικρή στάση στον Άγιο Νικόλα, κι έπειτα σε ένα περίπτερο που είχαν στήσει τα μαγαζιά και πουλούσαν καφέ, φαΐ κλπ.
Πώς θα το περιγράφατε, αν όχι «περίπτερο»;
Κατά τις 2.00 είχα τον Λάζαρο να νυστάζει, και του μίλαγα ακατάπαυστα, μαλακίες για να μην τον πάρει ο ύπνος. Με τα πολλά καταφέρνουμε και φτάνουμε στο τραγικό κοντρόλ. Στις 4.20. Δεν ήταν όμως για σοβαρό ύπνο καθώς πάλι οριακά θα ήμασταν. Οπότε λέμε να κοιμηθούμε μισή ώρα και βλέπουμε.
Εγώ πήγα τουαλέτα, ο Λάζαρος ήδη κοιμόταν. Και με το κινητό μου νεκρό από την υγρασία, παίρνω το κινητό του και το βάζω στα 40 λεπτά. 10 να με πάρει ο ύπνος και 30 να κοιμηθώ.
Ξυπνάμε τελικά και τον ρωτώ αν θα έρθει μαζί η αν θέλει κι άλλο ύπνο. Δεν μου απαντά αλλά πάει και παίρνει φαΐ. Τον ακολουθώ. Με κοιτά και του λέω «δεν κοιμηθήκαμε πολύ, αλλά χαλάρωσε. Θα βάλουμε νέες κάλτσες, θα πλύνουμε κανά δόντι, είναι μια νέα μέρα». Τελικά με την ηρεμία μας ετοιμαστήκαμε, έβαλα τις αλουμινοκουβέρτες που δεν χρειάστηκαν όλη τη μέρα και φύγαμε στις 6.10.
Πάμε χαλαρά, θα μας ξυπνήσει το κρύο
LOUDEAC (782) – ΤΙΝΤΕΝΙΑC (867) – (13:04)
Οι ώρες μέχρι να βγει ο ήλιος ήταν υπνωτιστικές. Απλά κάναμε πετάλι, ούτε κουβέντα ούτε τίποτε. Όμως, ω τύχη, είχε μυστικό κοντρόλ. Στις 8.10 σφραγίσαμε εκεί φτιάξαμε τα ζουμιά μας. Εκεί φτάσαμε με 20,5 μέση, όμως μόλις αναχωρήσαμε από το μυστικό βγήκε δειλά δειλά ο «Ζωφόρος» Ήλιος όπως τον έλεγε ο Λάζαρος. Ξαφνικά ξυπνήσαμε, πατάγαμε, είχαμε όρεξη, τα πάντα!!!! Ήμασταν τόσο καλά που συμφωνήσαμε μόνο να σφραγίσουμε και να αγοράσουμε χημικά στο επόμενο. Η μέση μας στα απόμενα 40 χιλιόμετρα ανέβηκε στα 22,5. Ζωφόρος!
Στο Τinteniac κρατήσαμε τη συμφωνία μας και σφραγίσαμε στις 10.30. Και πούλο.
ΤΙΝΤΕΝΙΑC (867) – FOUGERES (921) – (16.55)
Το πιο καλό μας ετάπ. Κάναμε αλλαγές και λέγαμε ο ένας στον άλλον να μην πατάει! Στο τέλος σε αυτό το ετάπ είχαμε 24,5 μέση. Μαζεύαμε πολύ κόσμο στις κατηφόρες, εξαιτίας της αεροδυναμικής μας τακτικής (τραβούσα εγώ που ήμουν βαρύτερος!). Δεν έχω λόγια να πω για αυτά τα τέλεια χιλιόμετρα. Ευχαριστώ Λάζαρε! Το τοπίο ήταν αυτό που περιγράφει ο Μακ_Χίος «αγελάδα-λιβάδι-χωρίο-εκκλησία». Στο έλεγχο φτάσαμε σφαίρα, στις 13:24, έχοντας φτιάξει καβάτζα, ώστε αν θέλουμε να κοιμηθούμε το βράδυ. Στο εστιατόριο φάγαμε κι ο Λάζαρος πήγε να αράξει στο χορτάρι για ύπνο. Εγώ πέτυχα τον Περικλή που του είχε σπάσει ο πίσω τροχός, αλλά αγόρασε άλλον και συνέχιζε. Μας είπε πως τον περάσαμε σε μια κατηφόρα που πηγαίναμε γαμιώντας!
Είπαμε τα νέα μας και συμφωνήσαμε να φύγουμε όλοι μαζί για όσο πάει. Κι επιτέλους έφαγα πατάτες τηγανητές. Το Καλύτερο φαγητό εδώ!
Ble duck strike back
FOUGERES (921) – VILLAINES-LA-JUHEL (1009) – 23:13
Είμαστε στο δρόμο, αλλά ο Περικλής δεν κρατιέται!!! Τους αφήνω να φύγουν τους πιάνω μετά από λίγη ώρα. Πηγαίναμε παρέα, πήραμε κι ενεργειακό ποτό (που δεν πούλαγαν στα κοντρόλ).
Ήταν πολύ δύσκολη η διαδρομή κυρίως μετά από το 40. Εκεί στο άρχισε να μου τη βαράει ήθελα να φτάσω στο Villaines, οπού θα έμενε μόνο ένα brevet για να τελειώσω.
Άρχισα να πατάω στα ανηφοράκια για να τελειώνουν, και σκέφτηκα να περιμένω τα παιδιά στις κορφές. Όμως το πρώτο ήταν πολύ μεγάλο. Πάταγα, πάταγα, με δίσκο, τρέλα! Δεν τέλειωνε… Όταν επιτέλους έφτασα στην κεραιούλα της κορυφής κοιτώ πίσω και δεν βλέπω τα παιδιά. Άσε, σκέφτηκα θα το πάω αίμα. Αρκεί να πω πως στο τέλος του ετάπ είχα 24,6 μέση! Δεν σταμάταγα πουθενά (μόνο για ένα καφεδάκι, κάτω από λεπτό). Όλες οι ανηφόρες αγώνας, ορθοπέταλο, ή καθιστός και να τραβάω πετάλια, όλες οι κατηφόρες με αεροδυναμική στάση. Στη μεγαλύτερη ανηφόρα έβριζα στα ελληνικά «Πουτάνα, τελείωνε, καργιόλα, γαμιέσαι» και άλλα καλά. Πέρναγα δίπλα από υπνωτισμένους ποδηλάτες και τους έβλεπα να ξυπνούν από τις φωνές μου. Φώναζα. Και τους έλεγα «πάμε, πάτα», και άναρθρες κραυγές!
Πέτυχα ένα τυπάκι μετά από τη μεγάλη ανηφόρα. Στο ένα ανηφοράκι τον πέρναγα, στο άλλο πάταγε. Θα μου πει στο κοντρόλ «I was kinda sleepy mate, you wake up. I said what’s going on?». Με αυτή την άτυπη κόντρα φτάνουμε στη σφραγίδα του ενός υπολειπόμενου brevet στις 18:55.
Πιάνουμε την κουβέντα και ανακαλύπτουμε πως είχαμε γνωριστεί στην Ολλανδία πέρυσι ( http://brevetolatres.blogspot.com/2010/07/1200.html ). Δεν είχαμε γνωρίσει στο δρόμο ο ένας τον άλλον. Απλά τον ρώτησα από πού είναι και μου αποκρίθηκε «Ireland». Τον ρώτησα αν ξέρει ένα παλληκάρι που πήγε πέρυσι στην Ολλανδία, μου είπε πως είχε γνωρίσει εκεί έναν Έλληνα! Τότε είχαμε συμφωνήσει να αλλάξουμε μπλούζες, αλλά δυστυχώς δεν βρεθήκαμε στον τερματισμό. Το κανονίσαμε για φέτος. Όση ώρα συζητάμε φτάνει ο Λάζαρος και μετά ο Πέρι. Ο Λάζαρος μου λέει να πως νυστάζει, αλλά εγώ ήθελα να φύγω για να κάνω πιο πολύ μέρα. Ο Πέρι το ίδιο και απλά παίρνουμε τα κρουασάν μας και την κάνουμε.
VILLAINES-LA-JUHEL (1009) – MORTAGNE-AU-PERCHE (1090) – (05.26)
Άλλο πακέτο. Χαιρετώ τον Περικλή καθώς είχα ακόμη αμόκ. Ορθοπέταλα αβέρτα! Γύρω στο 1050 είχε μια πολύ κεντρική διασταύρωση που μας έλεγαν να βάλουμε γιλέκα και να ανάψουμε τα φώτα. Ήπια κι άλλο καφεϊνούχο αναψυκτικό και είχα ένα déjà-vu. Προσπάθησα να σκεφτώ τι συναίσθημα μου αφήνει, Αν ήταν άσχημο θα κοιμόμουν επιτόπου καμιά ώρα, αλλιώς θα συνέχιζα. Τελικά η διαίσθηση μου ήταν καλή και ξεκίνησα.
Δεν είχε νυχτώσει εντελώς και δεν είχε προς το παρόν ανηφόρες διαρκείας. Οπότε αφού νυστάζω, θα πατήσω για να μην με πάρει ο ύπνος. Πάταγα όσο μπορούσα, χωρίς να μπορώ να βρω τέμπο ή ρυθμό. Αλλά από την άλλη δεν είχα καμία συναίσθηση. Το μυαλό μου έπαιζε παιχνίδια γιατί ποδηλατούσα αλλά πολύ κουρασμένος κι έπρεπε να με κρατάει σε εγρήγορση. Δεν έχασα καμιά ταμπέλα. Ήταν σαν να μου υπαγόρευε τη σχέση πρέπει να βάζω. Αλλά γαμήθηκε, όλο με 50/24 με είχε στις ανηφόρες. Γιατί ρε μυαλό μου; Τι το έβαλα το κόμπακτ? (Αν έχετε απορία για αυτό το κομμάτι ρωτήστε με από κοντά, δεν περί-γράφεται αυτό!)
Τελικά και αφού νύχτωσε εντελώς, 25 χλμ πριν το κοντρόλ, σταμάτησαν και τα αμόκ και όλα. 25 δύσκολα χιλιόμετρα με 2 καρφιά και μια ανηφόρα διαρκείας μου λένε. Κάνω στάση σε ένα παγκάκι για να φάω με την ησυχία μου. Με έχει πιάσει από τις καφρίλες και ο δεξής αχίλλειος τένοντας, οπότε 10 λεπτά break.
Στα επόμενα 25 χιλιόμετρα κοιμήθηκα 2 φορές δεξιά στον δρόμο, όρθιος πάνω στο ποδήλατο, με τα χέρια στο τιμόνι. Ξυπνούσα όταν έπεφτα σε βαθύ ύπνο και λύγιζαν τα πόδια μου. Όποτε πέρναγε κανά γκρουπάκι και ξύπναγα προσπαθούσα να τους ακολουθήσω. Τελικά με κάτι Ισπανούς κατάφερα κι έμεινα ξύπνιος και φτάσαμε στο γαμημένο το κοντρόλ, που ήταν σε ένα γαμημένο ανηφόρι, έλεος! 24:00 ακριβώς!
Εκεί βρήκα, επιτέλους, αληθινά μακαρόνια (βίδες) με κιμά. Πήρα να φάω κι ήρθε κι ο Περικλής μετά από κανά μισάωρο. Εκείνος θα έφευγε να προλάβει, εγώ είχα χρόνο να κοιμηθώ. Χαιρετηθήκαμε και με Πίκο και Κοκκαλιάρη που ξύπναγαν και πήγα για ύπνο.
Τόσες μέρες το περίμενα!
Ζήτησα να με ξυπνήσουν στις 04.00. Ήταν ζεστά και ωραία. Αν έφευγα στις 05.00 θα μπορούσα να κάνω 79.59, μεγάλος στόχος, καθώς δεν ήξερα αν είμαι σε κατάσταση να το βγάλω πριν ξεκινήσω.
Ο κύριος όμως έρχεται, με ακουμπά απαλά και μου λέει «quatre heures». Καλά ρε φίλε περιμένεις να σηκωθώ έτσι; Έφυγε και με άφησε να κοιμάμαι… Τελικά ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω από το παράθυρο πως μόλις έχει αρχίσει και χαράζει. Άρα είναι πριν τις 07.00 και προλαβαίνω να τερματίσω άνετα… YES!!!! Δεν ήξερα τι ώρα είναι καθώς το κινητό δεν δούλευε καλά και ξέχασα να δω το κοντέρ! Το κοντρόλ πάντως ήταν σχεδόν άδειο καθώς μόνο κάποιοι 84άρηδες ήταν εκεί πλέον. Πήρα πρωινό, ξαναέβαλα τα αλουμινένια πατζάκια και ανεμοθώρακά μου, καθώς η εξάντληση μας κρυώνει περισσότερο.
MORTAGNE-AU-PERCHE (1090) – DREUX (1165) – (13:34)
Φεύγω και όσο περνά η ώρα ξημερώνει και βγαίνει ο Ζωφόρος Ήλιος και πατάω πάλι, ξύπνησα! Mόνο μια στάση στο 50 από τα 75 χιλιόμετρα έκανα, για να αγοράσω παυσίπονα για τις πολλές πλέον τενοντίτιδες μου. Η μέση κι εδώ ήταν εκπληκτική καθώς είχε ευθείες και αρκετά κατηφορικά κομμάτια οπότε πάλι αίμα ήμουν στο Dreux με πάνω από 24,5 μέση και ψυχολογία στα ύψη. Πέρασα από όμορφα τοπία, άκουγα ωραία μουσική και πήγαινα… Και πήγαινα, και τραγουδούσα! Κι έφτασα asap, στις 10:05. Απλά αγόρασα φαγητά ως τον τερματισμό, κι έβαλα νερό… Φιλάκια γεια!
DREUX (1165) - St. QUENTINE EN YVELINES (1230) – (17:00)
Δυστυχώς το κομμάτι αυτό δεν ήταν όσο φλατ το περίμενα. Μου βγήκε πολύ και ο πόνος στο αχίλλειο και μπορούσα να κάνω ποδήλατο μόνο με το κουντεπιέ τεντωμένο. Άρα σπάνια ορθοπέταλο, άρα «πότε ο Έκτωρ δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί». Στα χωριά, στα ανηφοράκια μας περίμεναν ντόπιοι και χειροκροτούσαν “allez”, “bon courage”.
Αναγκάστηκα να κάνω αρκετά χιλιόμετρα με το αριστερό μόνο, και το δεξί ξεκούμπωτο, ειδικά σε ευθείες και απαλά κατηφοράκια. Ακόμη και αεροδυναμική στάση για κατηφόρες βρήκα με ξεκούμπωτο το δεξί!
Ό,τι μπορώ για να μην πονάω πολύ
Τώρα πια έβαζα πολύ το 27. Αλλά είχα και χρόνο!
Σε ένα δασάκι συναντώ έναν παππού με ΜΤΒ και μου λέει μια σοβαρή ανηφορίτσα έμεινε. Έτσι ήταν. Μέτα τα χωριά ήταν πιο πυκνά. Κάποιοι κοιμόντουσαν δίπλα στο δρόμο, ως και 20 χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό.
Όπου μπορούν κοιμούνται. Ειδικά με Ήλιο!
Κάποιον τον πήρε ο ύπνος μπροστά μου, μέρα μεσημέρι κι έπεσε χωρίς να πάθει τίποτε. Ένας άλλος δεν πρόλαβε να κουμπώσει το πετάλι την ώρα που ξεκίναγε από το φανάρι και επίσης έπεσε. Πρόσεχα πολύ εγώ.
Ταμπέλες. 20… Ωραία λέω τερματίζω εντός χρόνου και περπατώντας…
Εγώ δεν χρειάστηκε, αλλά άλλοι έκαναν και περπάτημα
15… 10… 5… Ναι τα κατάφερα 13:30… Συγκίνηση… Και πέτυχα και πολλούς Έλληνες στον τερματισμό να χειροκροτούν. Πολλά συγχαρητήρια σε όλους, 26/29 είναι υπέροχο ποσοστό, και όλοι εντός χρόνου.
Γειααααα, ευχαριστώ που είστε εδώ
Σημεία «ελέγχου»
· Δυναμό, δεν βαριέμαι να το λέω
· Λαστιχάκια bontrager rxl, βρόχινα. Κατηφόρες βρόχινες αίμα, κρατήματα, καθόλου σπιν
· Ναι λέμε: Φάε πριν διψάσεις, πιες πριν πεινάσεις αλλά και κοιμήσου πριν νυστάξεις (;)
· Γλυκό και αλμυρό κάθε ώρα
· Να θυμηθώ να ψάξω για ξαπλωτό ποδήλατο
· Το κολάν που βγάζω το 600άρι δεν είναι αναγκαστικά καλό για ένα 1200άρι
· Άλλαζε, ρε, θέσεις στα χέρια στο τιμόνι
· Ναι, δεν κουβαλάω τίποτα στην πλάτη
· Στα 1200 χλμ δεν έχει νόημα να μιλάμε για καιρό. Πάρε από όλα.
· Τις κάλτσες τις άλλαζα. Την αριστερή δεξιά, το μέσα έξω για να κολάει αλλιώς στην πατούσα!
· Rest In Peace Thai Pham
Λάζαρε χάρηκα πολύ που κάναμε τόσα πολλά και όμορφα χιλιόμετρα παρέα. Ελπίζω και σε επόμενα μεγάλα μαζί σου. Να πάμε τα γυαλιά μας διακοπές και σε άλλα μέρη!
Για οτιδήποτε άλλο στη διάθεση όλων σας.
Και τώρα θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα να φάω αυτό!